Θα αναρωτιέστε πώς κατάφερα να εξασφαλίσω μια τόσο εξωφρενική πρόσκληση για γκουρμέ γεύμα στην Χοιροκιτία και να ταξιδέψω στο παρελθόν 10 χιλιάδες χρόνια πριν: Περίπου με τον ίδιο τρόπο που ταξίδεψε η Κλαιρ Ράνταλ πίσω στον χρόνο στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά Outlander…
Όλα ξεκίνησαν το περασμένο Φθινόπωρο, όταν πήγα μια βόλτα στο Πάρκο Αθαλάσσας. Εκεί που περπάταγα είδα μια περίεργη πέτρα που έμοιαζε με σκαλιστή και μου θύμιζε τους πρωτόγονους Αθαλασσινούς Κύπριους του Σύμη Σιουκούρογλου. Μου κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον. Την πήρα στα χέρια μου και με έκπληξη είδα ότι στο πίσω μέρος του γλυπτού ήταν σκαλισμένη μια επιγραφή σε greeklish χωρίς φωνήεντα: «Πρσκλσ σ δπν στ Χρκιτ, 18 Νμβρ. Λμζν δρν δ, 7.30. Φρ τν πτρα μζ σ.». Δεν χρειάστηκα τη βοήθεια του Ιντιάνα Τζόουνς για να την αποκρυπτογραφήσω. Πρόσθεσα μερικά φωνήεντα από δω κι από κει, και τα πράγματα ξεκαθάρισαν: «Πρόσκληση σε δείπνο στον Νεολιθικό Οικισμό της Χοιροκιτίας στις 18 Νοεμβρίου. Λιμουζίνα δωρεάν εδώ, 7.30. Φέρε την πέτρα μαζί σου»! Σκέφτηκα ότι αυτή κι αν είναι μια προχωρημένη και exclusive πρόσκληση που δεν θα αρνιόμουν με τίποτα
Εννοείται πως δεν έβλεπα την ώρα να δω τι θα γίνει. Οπόταν, ήρθα στην ώρα μου στο ραντεβού στο καθορισμένο μέρος, κρατώντας ευλαβικά τη λίθινη πρόσκληση μου. Όμως εκεί, αντί για λιμουζίνα με περίμενε άλλη έκπληξη. Με τρόπο ανεξήγητο, κάτι σαν ανεμοστρόβιλος ή σαν φώς με άρπαξε και την επόμενη ακριβώς στιγμή βρέθηκα μπροστά από ένα ισχυρό πέτρινο τείχος στον λόφο της Χοιροκιτίας. Ναι, όσο κουφό κι αν ακούγεται, μόλις είχα κάνει ένα ταξίδι μέσα στον χρόνο και βρέθηκα έξω από τον οικισμό της Χοιροκιτίας. Με υποδέχτηκαν πολύ φιλικά οι νεολιθικοί μας πρόγονοι, που δεν ήταν ψηλότεροι από 1.60, φορώντας μου στο λαιμό ένα όμορφο περιδέραιο από πεταλίνες. Ύστερα με οδήγησαν στην πλατεία του χωριού, όπου καθίσαμε σε προβιές γύρω από μια μεγάλη θράκα. Φαινόταν να έχει μαζευτεί όλο το χωριό, παιδιά και μεγάλοι.
Ήμουν τόσο σοκαρισμένη από όλα όσα έβλεπα και άκουγα, τόσες πολλές πρωτόγνωρες εντυπώσεις, αισθήματα και σκέψεις έρχονταν απανωτά στο μυαλό μου, που ούτε και δέκα βιβλία δεν θα ’φταναν για να σας τα διηγηθώ. Γι’ αυτό, θα παραλείψω τα υπόλοιπα και θα περιοριστώ στον τομέα που είναι η αδυναμία μου, το φαΐ.
Σε λίγο άρχισαν να έρχονται τα εδέσματα και το σερβίρισμα άρχιζε πάντα από μένα μιας και ήμουν η επίτιμη καλεσμένη. Το μενού περιλάμβανε κυνήγι, ψητό γουρουνόπουλο, φρέσκα ψάρια, άγρια χόρτα, μέλι και φρούτα. Επειδή πραγματικά με εντυπωσίασε η ποιότητα και η ανεπανάληπτη απλότητα όλων των εδεσμάτων, τα κατέγραψα λεπτομερώς στη μνήμη μου για να τα μοιραστώ μαζί σας:
Αρχίσαμε με ορεκτικά: κατσικίσιο τυρί, ψητές ελιές, κάππαρη, σαλιγκάρια, ψωμί και βρασμένα άγρια χόρτα. Οι άγριες ελιές με το φρεσκοψημένο τυρί που έμοιαζε με το σημερινό χαλούμι αλλά με πιο κρεμώδη υφή, κάτι σαν τα σημερινά χαλίτζια, ήταν ένα μοναδικό ορεκτικό με τέλεια ισορροπία αλμύρας, γήινης γεύσης και κρεμώδους υφής. Ευτυχώς, σκέφτηκα, οι μακρινοί αυτοί πρόγονοί μας, ήσαν τόσο αθώοι που δεν είχαν σκεφτεί ακόμα τις ποσοστώσεις γάλακτος για να φτιάχνουν το τυρί τους. Οι ελιές ήσαν αρτυμένες με σπασμένο ξερό κόλιαντρο. Το ψωμί έμοιαζε με πίτα της σάτζης. Τα χόρτα, απ’ ό,τι κατάλαβα, θα πρέπει μάλλον να ήταν ταράξακο και τρυφερές κορυφές λαψάνας.
Ύστερα ήρθε μια σειρά από ψάρια και θαλασσινά, που η αφθονία τους μ’ έκανε να σκεφτώ πως, ακόμα και με τα μέσα της εποχής, η θάλασσα ήταν πράγματι κοντά στη Χοιροκιτία. Πρώτα απολαύσαμε μια τέλεια ψημένη στη σχάρα σφυρίδα, ένα μεγαλοπρεπή ορφό και μια βασιλική τσιπούρα, καρυκευμένα με ένα αρωματικό μείγμα ντόπιων βοτάνων που θα ζήλευαν και αστεράτοι σεφ της εποχής μας. Οι ντελικάτες γεύσεις του θυμαριού, της ρίγανης και της άγριας μέντας δημιούργησαν μια δελεαστική αρμονία που τόνιζε τη φυσική γεύση του ολόφρεσκου ψαριού. Απογειωμένα πράματα!
Ακολούθησε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε κυρίως πιάτο, που περιλάμβανε νοστιμότατα κρέατα: άγριο γουρουνόπουλο, ελάφι και κατσίκι, όλα ψημένα στα κάρβουνα και πασπαλισμένα με χοντρό θαλασσινό αλάτι. Κατάλαβα ότι οι νεολιθικοί οικοδεσπότες μου ήσαν επιδέξιοι κυνηγοί και περήφανοι για τα κυνήγια τους. Το μικρό αγριογούρουνο θύμιζε τη σημερινή μας ψητή γουρουνιά γάλακτος, ενώ το αργοψημένο ελάφι, καρυκευμένο με αρωματικά βότανα, είχε ανεπανάληπτη γεύση. Για συνοδευτικό των κρεάτων, μας πρόσφεραν ψητούς βολβούς από μουσκάρι, λαψάνες και άγριο σέλινο.
Τελειώσαμε με επιδόρπιο, που περιλάμβανε φρούτα πασπαλισμένα με μέλι, που από ό,τι αντιλήφθηκα ήσαν τα αγαπημένα αυτών των μακρινών Κυπρίων. Σύκα, ρόδια και σταφύλια. Το μέλι ήταν θεσπέσιο και είχε ξανθό χρώμα. Από τη γεύση του υπέθεσα πως πρέπει να ήταν από τα ποικίλα αγριολούλουθα της περιοχής.
Όμως η πραγματική αποκάλυψη ήταν το ποτό. Προς έκπληξή μου, με σέρβιραν γλυκιά, σκούρα μπύρα με γεύση καραμέλας, ένα παρασκεύασμα που έμοιαζε κάπως με τη σημερινή λάγκερ σε κεχριμπαρένια απόχρωση. Κι όπως πηγαινοέρχονταν τα πιάτα, οι φιλόξενοι πρόγονοί μας, μου γέμιζαν συνέχεια την πήλινη καράφα.
Ώσπου, μισομεθυσμένοι και χαρούμενοι, στον ήχο των σουραυλιών και των ταμπούρλων, σηκώθηκαν όλοι και ρίχτηκαν σ’ έναν κυκλικό χαρούμενο χορό, τραβώντας κι εμένα μαζί τους.
Η γιορτή ωστόσο τελείωσε άδοξα όταν, οπλισμένη με τον αυθορμητισμό που χαρίζουν κάμποσες καράφες μπύρας αποφάσισα να τους τραγουδήσω… Αν στο χορό τα κατάφερα να εκπροσωπήσω επάξια τον εικοστό πρώτο αιώνα, με το τραγούδι, όπου συναγωνίζομαι τον Κακοφωνίξ, οδήγησα τα πράγματα στην καταστροφή. Οι συνδαιτημόνες, ειδικά οι γηραιότεροι (που είχαν τα μισά μου χρόνια) άρχισαν να μου πετάνε σταφύλια και άλλα αποφάγια, οπόταν την κρίσιμη στιγμή ο συμποσιάρχης με φυγάδευσε άρον άρον από μια μυστική πύλη. Μου ’δωσε και τη σκαλιστή πέτρα στο χέρι, με αποχαιρέτησε και, πριν καλά καλά το καταλάβω, κάτι σαν ανεμοστρόβιλος ή σαν φώς μ’ έφερε ξανά στην εποχή του κινητού και του ίντερνετ.
Ωστόσο, απ’ αυτό το απίστευτο ταξίδι, κράτησα κι ένα ενθύμιο: το όμορφο περιδέραιο από πεταλίδες.