Η οινοπαραγωγή του Languedoc-Roussillon γνωρίζει σήμερα μια πραγματική αναγέννηση, δίνοντας κρασιά αξιώσεων που την τοποθετούν δυναμικά στον παγκόσμιο οινικό χάρτη.
Από τη Φλωρεντία Κυθραιώτου
Ο κόσμος των οινοφίλων αλλά και των επαγγελματιών του κρασιού στρέφεται σήμερα με ενδιαφέρον στα κρασιά της περιοχής του Languedoc-Roussillon, τα οποία μέχρι πριν λίγα χρόνια περνούσαν σχεδόν απαρατήρητα. Πολλοί παραλληλίζουν την παραγωγή κρασιού στο Languedoc-Roussillon της Γαλλίας με τον Νέο Κόσμο, όπου η δημιουργικότητα, ο πειραματισμός με τις ποικιλίες σταφυλιών και τα διαφορετικά στυλ ευδοκιμούν. Η κατάσταση, επιβεβαιώνουν αρκετοί παραγωγοί της περιοχής, έχει αλλάξει σχεδόν σε κάθε επίπεδο: ποιότητα, καινοτομία, διανομή, μάρκετινγκ, βιωσιμότητα. Στην περιοχή έχουν εισρεύει
φιλόδοξοι “νεο-οινοποιοί” που αναζητούν προσιτή γη και ευκαιρίες οινοποίησης σε στο “Ελ Ντοράντο του κρασιού” όπως χαρακτηρίζεται σήμερα το Languedoc-Roussillon. Επιπλέον, ορισμένοι ντόπιοι καλλιεργητές εγκαταλείπουν τους συνεταιρισμούς και εμφιαλώσουν τα δικά τους κρασιά.
Αξίζει λοιπόν να γνωρίσουμε αυτή τη μέχρι πρόσφατα σχετικά άγνωστη περιοχή που κρύβει άγνωστους οινολογικούς θησαυρούς. Η περιοχή Languedoc-Roussillon στη νότια Γαλλία εκτείνεται από την κοιλάδα του Ροδανού στα ανατολικά έως τα ισπανικά σύνορα στα νοτιοδυτικά. Τα βόρεια όρια του Languedoc-Roussillon αγγίζουν τους πρόποδες της οροσειράς Massif Central, ενώ τα νότια βρέχονται στη Μεσόγειο Θάλασσα. Στο τοπίο της περιοχής κυριαρχεί το αμπέλι, αφού διαθέτει 300.000 εκτάρια αμπελώνων, γεγονός που την καθιστά τη μεγαλύτερη οινοπαραγωγική περιοχή της Γαλλίας. Έχει υπολογιστεί ότι μία στις 10 φιάλες κρασιού που παρήχθησαν στον κόσμο τον 20ό αιώνα προήλθε από εδώ.
Ιστορία των αμπελώνων του Languedoc-Roussillon
Πέρα όμως από το ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη σε έκταση οινοπαραγωγική περιοχή, το Languedoc-Roussillon διαθέτει και μακρά ιστορία. Το αμπέλι εισήχθη στην περιοχή τον 5ο αιώνα π.Χ. από τους αρχαίους Έλληνες και στη συνέχεια η αμπελοκαλλιέργεια αναπτύχθηκε από τους Ρωμαίους. Κατά τον Μεσαίωνα, οι μοναχοί των μοναστηριών της περιοχής συνεισφέρουν με την τεχνογνωσία τους στην παραγωγή ποιοτικών κρασιών.
Το Languedoc υπήρξε σημαντικό κέντρο οινοπαραγωγής για αρκετούς αιώνες, με το λιμάνι της Sète και τη σύνδεση με τον Ατλαντικό μέσω του Canal du Midi του 17ου αιώνα να αποτελούν βασικές εμπορικές οδούς. Ωστόσο, στο τέλος του 19ου αιώνα, η φυλλοξήρα καταστρέφει μεγάλο μέρος του αμπελώνα του Languedoc-Roussillon, προκαλώντας οικονομική κρίση στην περιοχή.
Φυλλοξήρα
Κρίση που προκάλεσε στα τέλη της δεκαετίας του 1800 το θανατηφόρο έντομο της φυλλοξήρας είναι γνωστή. Οι συνέπειές της άγγιξαν και το Languedoc-Roussillon, που έχασε τεράστιες εκτάσεις αμπελώνων. Ωστόσο, εκείνο που δεν είναι γνωστό, είναι ότι ο επιστήμονας που βρήκε τη λύση για το πρόβλημα ήταν ένας βοτανολόγος από το Languedoc, ο Jules Emile Planchot. Ο Planchot ανακάλυψε ότι τα φυτά αμπελιού από την Αμερική ήταν ανθεκτικό στην ασθένεια. Οπόταν με την ανακάλυψη αυτή, άρχισε η ανανέωση του αμπελώνα της περιοχής.
Ακτιβιστές οινοπαραγωγοί
Το Languedoc-Roussillon έχει αποκτήσει και μια άλλη φήμη σχετική με το κρασί, αφού υπήρξε ανέκαθεν εστία πολιτικής διαμαρτυρίας και θεωρείται η γενέτειρα του γαλλικού σοσιαλισμού. Ενδεικτικές είναι οι κινητοποιήσεις που έγιναν εδώ το 1907, όταν χιλιάδες οινοπαραγωγοί ξεχύθηκαν στους δρόμους των μεγάλων πόλεων της περιοχής για να διαμαρτυρηθούν για τις εισαγωγές φθηνών κρασιών, κυρίως από τη Βόρεια Αφρική, τις οποίες θεωρούσαν παράνομες —εν μέρει λόγω της προστιθέμενης ζάχαρης στα κρασιά.
Γαλλικά στρατεύματα στάλθηκαν για να ελέγξουν την κατάσταση, αλλά έπεσαν πυροβολισμοί και έξι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Αλλά και τον 20ό αιώνα, το 1976, ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια διαμαρτυριών των οινοποιών της περιοχής. Εξάλλου, στο Languedoc εδρεύει η Comité d’Action Viticole και η πιο πρόσφατη Comité Régionale d’ Action Viticole. Τα τελευταία χρόνια, ομάδες παραγωγών-μελών των οργανώσεων αυτών, γνωστές ως CRAV, έχουν επιτεθεί σε φορτηγά ξένων οίνων, σε χώρους αποθήκευσης και σε κυβερνητικά κτίρια στην περιοχή.
Το κλίμα και τα εδάφη των αμπελώνων του Languedoc-Roussillon
Λόγω ακριβώς της γεωγραφικής τους θέσης, οι αμπελώνες του Languedoc-Roussillon απολαμβάνουν μεσογειακό κλίμα, με ζεστά, ξηρά, ηλιόλουστα καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες. Οι βροχοπτώσεις είναι ακανόνιστες, μερικές φορές έντονες αλλά σύντομες. Ο ψυχρός, ξηρός και βίαιος άνεμος που πνέει από τα Πυρηναία προς τη θάλασσα, αλλά και ο νοτιοανατολικός άνεμος που έρχεται από τη Μεσόγειο, κρατούν τα αμπέλια στεγνά και εξασφαλίζουν την τέλεια ωρίμαση των σταφυλιών.
Όσον αφορά το έδαφος, επειδή η περιοχή έχει μεγάλη έκταση, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία εδαφών. Υπάρχουν σχιστόλιθοι, εκτάσεις με κυλινδρικό βότσαλο, ψαμμίτες, μάργες, ασβεστόλιθος και ιζηματογενή εδάφη.
Οι ποικιλίες του Languedoc–Roussillon
Στην περιοχή απαντώνται κυρίως μεσογειακές ποικιλίες σταφυλιών καθώς και ποικιλίες του Μπορντό. Στις ερυθρές ποικιλίες, στα όξινα εδάφη με βότσαλα, ευδοκιμεί το Cabernet Sauvignon, που παράγει πολύ τανικά ερυθρά κρασιά με αρώματα κόκκινων φρούτων και μπαχαρικών. Σε αργιλο-ασβεστολιθικά εδάφη της περιοχής, απαντάται το Merlot, που δίνει εύπλαστα, σαρκώδη κρασιά με αρώματα κόκκινων μούρων. Καθώς παλαιώνει, αναπτύσσει αρώματα υποβόσκουσας βλάστησης και γλυκόριζας. Υπάρχει επίσης το Syrah, που παράγει ερυθρά κρασιά με έντονο χρώμα και φρουτώδη, λουλουδάτα αρώματα και πικάντικες (πιπέρι) και ξυλώδεις νότες.
Το Languedoc είναι το αγαπημένο της έδαφος και για την ποικιλία Carignan, που προσθέτει δομή, σώμα και χρώμα στους οίνους, του Grenache Noir, κυρίως σε ξηρά, πετρώδη εδάφη, του Mourvedre που δίνει κομψά κρασιά κατάλληλα για παλαίωση και του Cinsault που χρησιμοποιείται κυρίως για τα ροζέ.
Στις λευκές ποικιλίες, ευδοκιμεί το Grenache Blanc, που παράγει κρασιά με χαμηλή οξύτητα και διάρκεια στον ουρανίσκο, το Maccabeu που δίνει ξηρά, γεμάτα κρασιά που όμως είναι αρκετά πλούσια με λεπτά αρώματα και μύτη κόκκινων φρούτων. Καλλιεργούνται επίσης το Picpoul, που παρέχει υποστήριξη οξύτητας και προσθέτει φρεσκάδα, το Bourboulenc που παράγει φρέσκα, λουλουδάτα κρασιά και το Chardonnay.
Γηγενείς ποικιλίες
Από τις γηγενείς ποικιλίες ενδιαφέρον παρουσιάζει το λευκό Malvoisie du Roussillon, που παράγει κρασιά με χρυσαφί χρώμα, γεμάτο σώμα, λεπτότητα και χαμηλή οξύτητα. Ευδοκιμεί σε ασβεστολιθικά, ξηρά και ελάχιστα γόνιμα εδάφη. Υπάρχει επίσης το λεγόμενο από τους ντόπιους «Μαλλιαρό Grenache» που μοιάζει πολύ με το Grenache Noir. Παράγει ξηρά κρασιά με έντονο χρώμα και αρώματα φράουλας, βατόμουρου και γλυκόριζας. Επίσης το Muscat d’Alexandrie, μια πλούσια αρωματική ποικιλία που χρησιμοποιείται σε χαρμάνια προσθέτοντας αρώματα ζαχαρωμένων σταφυλιών και μελιού.
Τα πιο γνωστά κρασιά του Languedoc-Roussillon
Σε γενικές γραμμές, τα ερυθρά κρασιά του Languedoc είναι ισχυρά, γενναιόδωρα και με έντονο χρώμα. Ορισμένα από αυτά, όπως του Mas de Daumas Gassac, αναγνωρίζονται ως μεγάλοι οίνοι.
Τα ερυθρά κρασιά του Roussillon είναι είτε λεπτά και ελαφριά είτε συμπυκνωμένα και κατάλληλα για παλαίωση. Τα λευκά είναι συνήθως πλούσια και αρωματικά και τα ροζέ εκλεκτά και δυνατά. Τα φυσικά γλυκά κρασιά όπως τα Banyuls, Rivesaltes και Maury είναι δυνατά, κομψά και λουλουδάτα.
Η περιοχή παράγει επίσης αφρώδεις οίνους, όπως Blanquette de Limoux και Crémant de Limoux, καθώς και φυσικούς γλυκούς οίνους υψηλής ποιότητας, όπως Muscat de Lunel και Muscat de Frontignan.
Τα A.O.C. του Languedoc-Roussillon
Η ονομασία προέλευσης A.O.C. Languedoc, καλύπτει όλες τις περιοχές ονομασίας του Languedoc και του Roussillon. Κάτω από αυτή την ονομασία, βρίσκουμε ερυθρούς, ροζέ και ορισμένους λευκούς οίνους. Χωρίζεται σε δεκατρείς επιμέρους γεωγραφικές ονομασίες που αντιστοιχούν σε 13 terroir.
Ανάμεσα σ’ αυτές, αρκετά γνωστές είναι η A.O.C. Blanquette de Limoux και το Crémant de Limoux. Το Blanquette de Limoux είναι ο παλαιότερος αφρώδης οίνος στη Γαλλία. Οι αμπελώνες βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Aude, νότια της Carcassonne. Οι λευκοί αφρώδεις οίνοι παρασκευάζονται με την παραδοσιακή μέθοδο. Άλλες γνωστές ονομασίες είναι η A.O.C. Corbières και Corbières-Boutenac, που περιλαμβάνουν κυρίως ερυθρούς, αλλά και ροζέ και λευκούς οίνους και η A.O.C. Faugères, που καλύπτει τις σχιστολιθικές πλαγιές στο βόρειο τμήμα του διαμερίσματος Hérault. Παράγει ισχυρά ερυθρά, αρωματικά ροζέ και πολύπλοκα λευκά.
Ξακουστές είναι και οι ονομασίες περιοχών όπου καλλιεργείται Μοσχάτο, όπως η Muscat de Frontignan, η Muscat de Lunel, η Muscat de Mireval, και η Muscat de Saint-Jean de Minervois. Αυτές οι 5 ονομασίες Languedoc παράγουν Vins Doux Naturels.
Επίσης είναι και A.O.C. Saint-Chinian, που χωρίζεται σε δύο terroirs με σχιστολιθικά και ψαμμιτικά εδάφη από τη μία πλευρά και αργιλο-ασβεστολιθικά από την άλλη. Παράγει εύπλαστα κρασιά στο βόρειο τμήμα του αμπελώνα και κρασιά με δυνατό σώμα στο νότιο.
21ος αιώνας και μετά
Μετά την κρίση της φυλλοξήρας, η αμπελουργία στην περιοχή άρχισε να αναγεννιέται, ωστόσο κατά τον 20ό αιώνα η μαζική παραγωγή λειτούργησε εις βάρος της ποιότητας. Η σημαντική κληρονομιά του Languedoc-Roussillon επισκιάστηκε από τον όγκο της παραγωγής, επηρεάζοντας και τη φήμη της περιοχής. Τον 20ό αιώνα, πολύ λίγα κρασιά της περιοχής χαρακτηρίστηκαν ως appellation contrôlée.
Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, όμως, άρχισε να δίνεται νέα έμφαση στην ποιότητα.
Σήμερα, η εικόνα των κρασιών του Languedoc-Roussillon έχει αλλάξει δραστικά. Με τις εμπορικά βιώσιμες ποικιλίες αμπέλου και τις γνωστές πια ονομασίες όπως St Chinian, Faugères, Corbières, Pic St Loup και Terrasses du Larzac, τα κρασιά του Languedoc-Roussillon γίνονται όλο και πιο γνωστά ανάμεσα στους σομελιέ και τους οινόφιλους και αναδεικνύονται ως καλές επιλογές στους καταλόγους των εστιατορίων. Ο τουρισμός στην περιοχή έχει επίσης αυξηθεί, με ευεργετικά αποτελέσματα για την οινοβιομηχανία. Οι μεγάλες αμμώδεις παραλίες και τα εντυπωσιακά τοπία συμπληρώνουν το μείγμα παλαιού και νέου στις πόλεις της περιοχής, όπως η πρωτεύουσα της περιοχής, το Μονπελιέ, αλλά και η Νιμ, Ναρμπόν, Καρκασόν και Περπινιάν.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η συντριπτική πλειονότητα των κρασιών του Languedoc-Roussillon παράγονται από γηγενείς ποικιλίες, γεγονός που τους προσδίδει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την πρωτοτυπία τους. Δεν υπάρχει μόνο ένας αμπελώνας, αλλά πολλοί, ούτε μονάχα ένα κρασί, αλλά μια πλούσια και με μεγάλη ποικιλία γκάμα κρασιών, το καθένα με τη δική του προσωπικότητα και τη δική του θέση στον κόσμο της γαστρονομίας.
Αξίζει λοιπόν μια επίσκεψη στην περιοχή, η οποία έχει 320 ημέρες ηλιοφάνειας το χρόνο, 40 χιλιόμετρα υπέροχων παραλιών με άμμο, βουνά και αμπελώνες μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, όλα αυτά με τη συνοδεία απολαυστικών ερυθρών, λευκών, ροζέ οίνων, αλλά και των ξακουστών Vins Doux Naturels.