Με ιστορία που ξεκινάει από τα βάθη των αιώνων, το κρασί της Κύπρου αποτελεί και τον σημαντικότερο οινικό πρεσβευτή του νησιού μας. Άρρηκτα συνδεδεμένο με 14 χωριά της Επαρχίας Λεμεσού, συνεχίζει να εξελίσσεται, να αναβαθμίζεται, διατηρώντας την αυθεντικότητα και τη μοναδικότητά της.
Η ιστορία
Ο Όμηρος το 1110 π.Χ κάνει μνεία στην Κουμανταρία, ενώ ο Ησιόδειος, το 800 π.Χ, παρουσιάζει σε ποίημά του λεπτομερώς την παραγωγή της Κουμανταρίας. Η νεότερή της ιστορία ξεκινά από τον Μεσαίωνα, το 1192 μ.Χ όταν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, πούλησε το νησί στους Ναΐτες ιππότες. Λόγω της εξέγερσης των Κυπρίων, οι ιππότες επέστρεψαν την Κύπρο στον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο και αυτός πούλησε εκ νέου το νησί στον Guy de Lusignan. Η Κύπρος παρέμεινε υπό τη διοίκηση των Λουζινιάν για τρεις ολόκληρους αιώνες (1192-1489), όπου σηματοδοτείται μια καινούργια εποχή σε πολλούς τομείς μα ιδιαίτερα στην αμπελουργία. Κάτω από τη διοίκηση των Λουζινιάν, κατέφθασαν στο νησί οι Ιωαννίτες Ιππότες στους οποίους δόθηκαν διάφορα κομμάτια γης για να τα αξιοποιήσουν. Οι ιππότες χώρισαν τις μεγάλες αυτές εκτάσεις σε τρεις μικρότερες περιφέρειες -διοικήσεις, που ονομάζονταν κομανταρίες «Commanderies». Η μεγαλύτερη από αυτές, βρισκόταν στην επαρχία Λεμεσού, και συγκεκριμένα στο χωριό Κολόσσι. Επειδή ήταν η μεγαλύτερη σε έκταση αλλά και η ισχυρότερη από τις άλλες δύο, πήρε το όνομα «Μεγάλη Κουμανδαρία» ή αλλιώς “Grande Commanderie”. Σε αυτή την περιοχή, οι ιππότες, γνώστες της οινοποιίας, παρήγαγαν και ανέδειξαν το γλυκό κρασί και του έδωσαν το όνομα Commandaria, λόγω της περιοχής προέλευσής του. Κατά τον 12ο αιώνα, οι ιππότες προήγαγαν το εμπόριο της Κουμανταρίας, σε όλη την Ευρώπη και ειδικά στη Βενετία όπου αποτελούσε τον πυρήνα εισαγωγής της. Με το πέρασμα των χρόνων η Κουμανταρία αναδεικνύεται ως ένα εξαιρετικό γλυκό κρασί, το οποίο χαρακτηρίζεται συχνά ως «Απόστολος των κρασιών», « Βασιλιάς των κρασιών», «Κρασί των βασιλιάδων», αλλά και ως «Αρχαιότερο κρασί της Μεσογείου».
Καθιέρωση ως Προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π)
Η Κουμανταρία αντιμετώπισε αρκετές προκλήσεις, αλλά ποτέ δεν έχασε την αυθεντικότητά της. Οι Πορτογάλοι τον 15ο αιώνα, μετέφεραν αμπέλια από την Κύπρο στην Πορτογαλία, με απώτερο σκοπό την παραγωγή της Κουμανταρίας. Τελικά, κατέληξαν να παράγουν το γνωστό σε όλους κρασί Madera. Με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1960 ξεκίνησε και η προσπάθεια της συστηματικής παραγωγής της Κουμανταρίας. Με την πάροδο των χρόνων πολλοί προσπάθησαν να μιμηθούν την παραγωγή της Κουμανταρίας και όταν αυτό έγινε αντιληπτό, οι Κύπριοι παραγωγοί αποφάσισαν να λάβουν δραστικότερα μέτρα για να διαφυλάξουν τόσο την ποιότητα όσο και την προέλευσή της. Έτσι, το 1990, η Κουμανταρία πιστοποιείται βάσει του κανονισμού 2081/92, ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης, αλλά και το κρασί το οποίο θεωρείται το αρχαιότερο με ονομασία προέλευσης.
Κουμανταροχώρια
Μονάγρι, Άγιος Γεώργιος, Συλίκου, Δωρός, Λάνεια, Άγιος Μάμας, Καπηλειό, Ζωοπηγή, Καλό Χωριό, Άγιος Παύλος, Άγιος Κωνσταντίνος, Λουβαράς, Γεράσα και Αψιού, είναι τα 14 χωριά Νότια της Επαρχίας Λεμεσού, που από τα άνυδρα αμπέλια τους με τις γηγενείς ποικιλίες («Ντόπιο μαύρο» και «Ξυνιστέρι» και τα λιαστά σταφύλια, παρασκευάζεται η Κουμανταρία. Το κλίμα της περιοχής παίζει καθοριστικό ρόλο στη γεμάτη γεύση και στα αρώματα του κρασιού. Οι καλοκαιρινοί μήνες χαρακτηρίζονται ως ζεστοί και ξηροί ενώ τον χειμώνα, το κλίμα στις βόρειες περιοχές που βρίσκονται σε υψόμετρο πέραν των 800 μέτρων, είναι ήπιο έως ψυχρό. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα αμπέλια ποτίζονται μόνο από τη βροχή και με κανένα άλλο τεχνητό τρόπο. Αν ωστόσο η βροχόπτωση κριθεί ανεπαρκής και επικρατούν συνθήκες ξηρασίας, τότε επιτρέπεται η χρήση τεχνητών μέσων για άρδευση των αμπελώνων. Επιπρόσθετα, η νομοθεσία έχει καθορίσει πως οι αμπελώνες στην περιοχή της Π.Ο.Π Κουμανταρίας, δεν πρέπει να έχουν ηλικία μικρότερη από πέντε έτη. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, εδαφολογικά, κλιματολογικά, αλλά και οι διαδικασίες συντήρησης του αμπελώνα για παραγωγή της Κουμανταρίας, συμβάλλουν στην αυθεντικότητα και τη μοναδικότητα του προϊόντος.
Διαδικασία παραγωγής της Κουμανταρίας
H μεγάλη παράδοση και η τεχνογνωσία που ανέπτυξε ο τόπος στην παραγωγή της Κουμανταρίας οδήγησε τους σημερινούς οινοποιούς στη δημιουργία ενός νέου τύπου, μιας νέας φυσικότερης εκδοχής Κουμανταρίας. Αυτός ο νέος τύπος Κουμανταρίας νομικά ονομάζεται «Οίνος από Λιαστά Σταφύλια». Τα διεθνή μετάλλια και διακρίσεις που αποκομίζει συνεχώς αυτό το μεγάλο εθνικό προϊόν του τόπου, καταδεικνύουν ότι η Κύπρος διαθέτει μια τεράστια δυναμική στην παραγωγή γλυκών οίνων ποιότητας. Για τους λόγους αυτούς, η Κουμανταρία έχει χαρακτηρισθεί ως ο μεγαλύτερος οινικός πρεσβευτής της Κύπρου.
Η Κουμανταρία, όπως προαναφέρθηκε και σύμφωνα με την νομοθεσία, παράγεται μόνο από τις ποικιλίες, «Ντόπιο Μαύρο» και «Ξυνιστέρι». Οι αμπελώνες πρέπει να είναι γραμμένοι στο αμπελουργικό μητρώο, να βρίσκονται στην περιοχή της Κουμανταρίας, να μην έχουν ηλικία μικρότερη των πέντε ετών και ο ελάχιστος αριθμός φυτών ανά εκτάριο να είναι 2,000. Η περίοδος του τρύγου, καθορίζεται από τους ειδικούς, με βάση την ωριμότητα των σταφυλιών. Η ωριμότητα αυτή, καθορίζεται από την περιεκτικότητα των ρωγών των σταφυλιών σε σάκχαρα, όπου οι ειδικοί βρίσκουν ακολουθώντας μια συγκεκριμένη διαδικασία, πραγματοποιώντας δειγματοληψίες και κάνοντας ελέγχους. Συνήθως, το τρύγισμα του Μαύρου και του Ξυνιστερίου, γίνεται από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Οκτώβριο ανάλογα με την περιοχή.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
Άρωμα: Το εξαίρετο άρωμα της Κουμανταρίας, οφείλεται στις ποικιλίες των σταφυλιών, την τεχνολογία της παραγωγής της και τέλος στην παλαίωση που γίνεται στα δρύινα βαρέλια. Τα αμινοξέα και τα σάκχαρα που υπάρχουν στη σύσταση της Κουμανταρίας, δίνουν επιπλέον άρωμα και χρωστικές στο κρασί. Το άρωμα της Κουμανταρίας αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου, γι’ αυτό και μια πιο νέα Κουμανταρία έχει διαφορετικά αρώματα τα οποία χάνονται με το πέρασμα του χρόνου και έτσι αντικαθίστανται σε μια παλαιωμένη, με άλλα, διαφορετικά. Το «Ξυνιστέρι» δίνει στην Κουμανταρία ένα λεπτό σε ένταση άρωμα ενώ η ανάμιξή του με το «Ντόπιο Μαύρο», δίνει μια διαφορετική ένταση σε αυτόν που μυρίζει το κρασί.
Χρώμα: Το χρώμα της Κουμανταρίας, προκύπτει κατά κύριο λόγο από τη διάρκεια του χρόνου παλαίωσής της, με την μικροοξυγώνωση κατά την διάρκεια παραμονής της στα δρύινα βαρέλια. Η χρωματική παλέτα στην οποία κινείται, είναι οι αποχρώσεις του μελιού και του κεχριμπαριού, δηλαδή απαλή κίτρινη – χρυσή έως πολύ σκούρο χρώμα καραμέλας.
Γεύση: Η Κουμανταρία αφήνει στον ουρανίσκο μια πλούσια γεύση. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι γεύσεις που χαρακτηρίζουν την Κουμανταρία προέρχονται από χουρμάδες, ξηρούς καρπούς, όπως φουντούκια και καρύδια, καθώς και φρούτων, όπως το σύκο. Παρ’ όλους τους συνδυασμούς υπάρχει ισορροπία μεταξύ γλυκύτητας και οξύτητας σε αυτό το κρασί.
Μέσα από το έργο ‘Αρχαίων Γεύσεις’ η Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης και Προβολής Περιφέρειας Λεμεσού σε συνεργασία με την Ομάδα Παραγωγών Κουμανταρίας, στοχεύουν στην ανάδειξη της Κουμανταρίας, της διαδικασίας παραγωγής της αλλά και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των Κουμανταροχωριών. Το έργο χρηματοδοτείται από το Τοπικό Πρόγραμμα Leader της ΟΤΔ, Αναπτυξιακής Εταιρείας Επαρχίας Λεμεσού, στα πλαίσια τους Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης για την περίοδο 2014 – 2020 του Γεωργικού ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Μέτρο 19, Καθεστώς 19.2.4 «Δράσεις Συνεργασίας».