Οι φυτικές ίνες είναι ωφέλιμες για την υγεία, αλλά οι επεξεργασμένες και ραφιναρισμένες φυτικές ίνες φαίνεται ότι αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου του ήπατος για συγκεκριμένα άτομα, όπως υποστηρίζει νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Gastroenterology.
Ο λόγος για τις επεξεργασμένες ίνες, που προστίθενται σε διάφορες τροφές και τις εμπλουτίζουν, με όσους επιθυμούν να χάσουν βάρος ή να προστατευθούν από σοβαρές ασθένειες, όπως ο καρκίνος και ο διαβήτης, να τις προτιμούν.
Κι όμως, αυτό το συστατικό μπορεί να έχει αντίθετα αποτελέσματα για ορισμένους ανθρώπους -κυρίως αυτούς με αγγειακή δυσπλασία – ενισχύοντας τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του ήπατος, επεσήμανε μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Toledo.
Τα νέα ευρήματα ενισχύουν τη θεωρία ότι το έντερο παίζει έναν ρόλο στην εμφάνιση της νόσου που δεν έχει εκτιμηθεί επαρκώς. «Έχουμε εργαστεί για καιρό πάνω στην ιδέα ότι όλες οι ασθένειες προέρχονται από το έντερο», λέει ο δρ. Matam Vijay-Kumar, καθηγητής στο Τμήμα Φυσιολογίας και Φαρμακολογίας του Κολλεγίου Ιατρικής και Επιστημών Ζωής, διευθυντής της Κοινοπραξίας UToledo Microbiome και κύριος συντάκτης του σχετικού άρθρου. «Η μελέτη παρέχει, επιπλέον, στοιχεία που συμβάλλουν στον εντοπισμό των ατόμων που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο και μας επιτρέπει δυνητικά να μειώσουμε την απειλή με απλές διατροφικές παρεμβάσεις».
Προ τετραετίας, η ομάδα του δρ. Vijay-Kumar δημοσίευσε μια μεγάλη μελέτη στο Cell, σύμφωνα με την οποία 1 στα 10 φαινομενικά υγιή ποντίκια εμφάνισε καρκίνο του ήπατος μετά την κατανάλωση δίαιτας πλούσιας σε ινουλίνη. Πρόκειται για μια φυτικής προέλευσης ζυμώσιμη ίνα, ένα πρεβιοτικό που προάγει τη μεταβολική υγεία και εντοπίζεται συνήθως στα επεξεργασμένα τρόφιμα. «Αυτό προκάλεσε έκπληξη, δεδομένου του πόσο σπάνια εμφανίζεται ο καρκίνος του ήπατος στα ποντίκια. Τα ευρήματα δημιούργησαν ερωτήματα σχετικά με τους δυνητικούς κινδύνους συγκεκριμένων επεξεργασμένων ινών», λέει ο δρ. Vijay-Kumar.
Προχωρώντας τη μελέτη, η επιστημονική ομάδα διαπίστωσε πως όλα τα ποντίκια με κακοήθη όγκο κατέγραφαν υψηλές συγκεντρώσεις χολικών οξέων στο αίμα, οι οποίες προκλήθηκαν από ένα μέχρι πρότινος μη διαπιστωμένο συγγενές ελάττωμα, μια αγγειακή ανωμαλία όπου αναπτύσεται παράπλευρο φλεβικό δίκτυο επικοινωνίας µεταξύ του συστήµατος της πυλαίας φλέβας και της κυκλοφορίας του αίματος. Πρόκειται για μια σπάνια πάθηση -1 στους 30.000 ανθρώπους- που αναπτύσσεται συνήθως μετά από κίρρωση του ήπατος.
Φυσιολογικά, το αίμα που φεύγει από τα έντερα πηγαίνει στο ήπαρ, όπου φιλτράρεται και επιστρέφει στο υπόλοιπο σώμα. Με τη συγκεκριμένη ανωμαλία το αίμα δεν περνά από το ήπαρ, αλλά πηγαίνει απευθείας στην κυκλοφορία του σώματος. Αυτό επιτρέπει στο ήπαρ να συνθέτει συνεχώς χολικά οξέα, τα οποία, αντί να πάνε στο έντερο, εκλύονται στην κυκλοφορία του αίματος. Επιπλέον, το αίμα που δεν περνά από το ήπαρ περιέχει υψηλά επίπεδα μικροβιακών προϊόντων, που ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα, προκαλώντας φλεγμονή.
Με στόχο να ελέγξουν αυτή τη φλεγμονή, που μπορεί να αποβεί καταστροφική για το ήπαρ, τα ποντίκια αντιδρούν αναπτύσσοντας μια αντισταθμιστική αντιφλεγμονώδη απόκριση, που μειώνει την ανοσολογική απόκριση και την ικανότητά της να ανιχνεύει και να σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα.
Σημαντική διαπίστωση ήταν ότι, ενώ όλα τα ποντίκια με υπερβολικά χολικά οξέα είχαν προδιάθεση για ηπατική βλάβη, μόνο σε αυτά που τρέφονταν με ινουλίνη εξελίχθηκε σε ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, έναν θανατηφόρο καρκίνο του ήπατος. Αξιοσημείωτο, επίσης, ήταν ότι όλα τα ποντίκια με υψηλά χολικά οξέα συνέχισαν να αναπτύσσουν καρκίνο όταν τρέφονταν με ινουλίνη, ενώ αντίθετα κανένα από αυτά με χαμηλά χολικά οξέα δεν εμφάνισε καρκίνο όταν τρεφόταν με την ίδια δίαιτα.
«Η διατροφική ινουλίνη είναι καλή στην καταπολέμηση της φλεγμονής, αλλά ενδέχεται να προκαλέσει ανοσοκαταστολή, σενάριο επικίνδυνο για το ήπαρ», δήλωσε ο δρ. Beng San Yeoh, μεταδιδακτορικός συνεργάτης και πρώτος συγγραφέας της νέας μελέτης.
Θεωρώντας ότι τα επίπεδα χολικού οξέος μπορεί να χρησιμεύουν ως δείκτης κινδύνου για καρκίνο του ήπατος, η ομάδα του Vijay-Kumar συνέλεξε δείγματα ορού μεταξύ 1985 και 1988 ως μέρος μιας μεγάλης κλίμακας μελέτης πρόληψης του καρκίνου. Προέκυψε ότι τα επίπεδα χολικού οξέος στο αίμα των 224 ανδρών που εμφάνισαν καρκίνο του ήπατος ήταν διπλάσια από εκείνους που δεν νόσησαν. Μια στατιστική ανάλυση διαπίστωσε, επίσης, ότι τα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα χολικού οξέος είχαν περισσότερες από 4 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν τη νόσο.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε, επιπροσθέτως, τη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης φυτικών ινών, των επιπέδων χολικών οξέων και του καρκίνου του ήπατος στους ανθρώπους. Περιέργως, διαπίστωσε ότι η υψηλή πρόσληψη φυτικών ινών μείωσε τον κίνδυνο καρκίνου του ήπατος κατά 29% σε εκείνους που εμφάνιζαν τα χαμηλότερα επίπεδα χολικού οξέος. Αντίθετα, σε εκείνους που κατέγραψαν τα υψηλότερα επίπεδα, η υψηλή πρόσληψη φυτικών ινών ισοδυναμούσε με 40% αυξημένο κίνδυνο καρκίνου.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι επιτακτική ανάγκη να εντατικοποιηθεί ο έλεγχος των επιπέδων χολικών οξέων στο αίμα και όσοι εμφανίζουν υψηλά επίπεδα να περιορίσουν την κατανάλωση φυτικών ινών.
«Τα χολικά οξέα μετρώνται με μια απλή εξέταση αίματος. Ωστόσο, αυτή γίνεται συνήθως μόνο σε ορισμένες έγκυες. Με βάση τα ευρήματά μας, πιστεύουμε ότι αυτή η εξέταση θα πρέπει να ενσωματωθεί στις μετρήσεις προσυμπτωματικού ελέγχου που εκτελούνται τακτικά για την παρακολούθηση της υγείας», υποστήριξε ο Vijay-Kumar.
Οι ειδικοί επεσήμαναν, τέλος, τη σημασία της εξατομικευμένης διατροφής και την ανάγκη αυξημένης επαγρύπνησης ως προς την κατανάλωση φυτικών ινών. «Δεν είναι όλες οι ίνες ίδιες και δεν είναι ωφέλιμες για όλους. Τα άτομα με ηπατικά προβλήματα που προκύπτουν από αυξημένα χολικά οξέα θα πρέπει να είναι προσεκτικά με τις ίνες», κατέληξε ο δρ. ο Yeoh.
Πηγή: ygeiamou.gr